- κολαβρίζω
- + V 0-0-0-1-0=1 Jb 5,4P: to be derided; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κολαβρίζω — (Α) [κόλαβρος] 1. χορεύω τον κολαβρισμό* 2. παθ. κολαβρίζομαι χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος … Dictionary of Greek
κολαβρισθείη — κολαβρίζω dance a wild Thracian dance aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαβρισθείησαν — κολαβρίζω dance a wild Thracian dance aor opt pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαβρίζειν — κολαβρίζω dance a wild Thracian dance pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαβρίζω — (Α) βλ. κολαβρίζω … Dictionary of Greek
κολαβρεύομαι — (Α) [κόλαβρος] κολαβρίζω* … Dictionary of Greek
κολαβρισμός — κολαβρισμός, ὁ (Α) [κολαβρίζω] είδος άγριου θρακικού χορού … Dictionary of Greek